μυθύδριον

μυθύδριον
μῡθ-ύδριον, τό, Dim. of μῦθος, Tz.H.4.434.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυθύδριον — μυθύδριον, τὸ (Μ) μικρός μύθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] …   Dictionary of Greek

  • μυθύδρια — μυθύδριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”